- προσμαρτυρώ
- προσμαρτύρησα, μαρτυρώ συμπληρωματικά, επιβεβαιώνω, επικυρώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσμαρτυρώ — προσμαρτυρῶ, έω, ΝΜΑ 1. καταθέτω πρόσθετη μαρτυρία 2. βεβαιώνω κάτι με πρόσθετη μαρτυρία 3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω κάτι επίσημα μσν. εκκλ. (ιδίως σχετικά με την αναγνώριση τής θείας ιδιότητας τού Ιησού από τον Πατέρα) επιβεβαιώνω επίσημα την… … Dictionary of Greek
προσμαρτυρῶ — προσμαρτυρέω bear witness in addition pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσμαρτυρέω bear witness in addition pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσμαρτυρέω bear witness in addition pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσμαρτυρέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμαρτυρία — η, ΝΑ [προσμαρτυρῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσμαρτυρώ, η επιπρόσθετη μαρτυρία νεοελλ. επίσημη επιβεβαίωση … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσμάρτυρος — ον, Α [προσμαρτυρῶ] (αοτρολ.) αυτός τον οποίο βλέπει ή μπορεί να δει κανείς ή, κατ άλλους, αυτός που καταθέτει πρόσθετη μαρτυρία … Dictionary of Greek